ἑλκυστῆρα

ἑλκυστῆρα
ἑλκυστήρ
instrument for drawing
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προωθητήρας — ο, Ν τεχνολ. χωματοσκαπτική μηχανή που αποτελείται από αλυσοφόρο ή από τροχοφόρο ελκυστήρα με ελαστικά και από μεταλλική ασπίδα προσαρμοσμένη στο πρόσθιο μέρος, η οποία χρησιμεύει για την εκσκαφή και τη μετατόπιση τού χώματος με την κίνηση τού… …   Dictionary of Greek

  • σβάρνα — η, Ν 1. συρόμενο από ελκυστήρα ή από υποζύγιο γεωργικό εργαλείο, εφοδιασμένο με άκαμπτες ή ενδοτικές ακίδες, με το οποίο ισοπεδώνεται το οργωμένο έδαφος, θρυμματίζονται οι βώλοι και εμφυτεύονται κοκκώδη υλικά, κυρίως λιπάσματα ή σπόροι, ο… …   Dictionary of Greek

  • ψευδελκυστήρας — ο, Ν (δομ.) πρόσθετος ελκυστήρας τού ζευκτού στέγης, που συνδέει τους αμείβοντες παράλληλα με τον κύριο ελκυστήρα ή πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ελκυστήρας] …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • γαιoπρoωθητήρας — Μηχάνημα για την εξομάλυνση του εδάφους ή την απομάκρυνση ερειπίων και θαμνώδους βλάστησης. Στην καθομιλουμένη, ονομάζεται μπουλντόζα. Συνήθως η ισοπεδωμένη λωρίδα που δημιουργείται είναι η αρχική φάση για την κατασκευή μιας οδού. Ο γ.… …   Dictionary of Greek

  • εκχιονιστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη διάνοιξη περάσματος ανάμεσα από το χιόνι. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ε. που μπορούν να διαχωριστούν γενικά σε μηχανές που διασχίζουν το χιόνι και σε μηχανές που καθαρίζουν το χιόνι. Οι μηχανές που διασχίζουν το χιόνι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”